παχυδερμία

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυδερμία Medium diacritics: παχυδερμία Low diacritics: παχυδερμία Capitals: ΠΑΧΥΔΕΡΜΙΑ
Transliteration A: pachydermía Transliteration B: pachydermia Transliteration C: pachydermia Beta Code: paxudermi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, thickness of skin, Hp.Epid.5.9.

German (Pape)

[Seite 539] ἡ, Dickhäutigkeit, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠδερμία: ἡ, παχύτης δέρματος, Ἱππ. 1144Β.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, (ιων. τ. παχυδερμίη Α παχύδερμος
παχύτητα του δέρματος, χονδροδερμία
νεοελλ.
1. ιατρ. πάχυνση του δέρματος που οφείλεται σε ινώδη υπερπλασία και παρατηρείται κυρίως επί ελεφαντιάσεως
2. (κτην.) πάθηση τών αλόγων, τών βοοειδών και τών σκύλων που οφείλεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε χρόνιες λεμφαγγειίτιδες, εκζεματώδεις καταστάσεις κ.ά.
3. μτφ. αναισθησία, κτηνωδία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παχυδερμίᾱ -ας, ἡ, Ion. παχυδερμίη [παχύδερμος] huidverdikking.