πενταέτηρος

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰέτηρος Medium diacritics: πενταέτηρος Low diacritics: πενταέτηρος Capitals: ΠΕΝΤΑΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: pentaétēros Transliteration B: pentaetēros Transliteration C: pentaetiros Beta Code: pentae/thros

English (LSJ)

ον, poet. for sq., A five years old, βοῦς Il.2.403, 7.315; ὗς Od.14.419, cf. PMasp.5.11 (vi A. D.). II = πενταετηρικός, τῶν Πτωΐων τῶν π. BCH44.251 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 556] poet. statt πενταετής, fünfjährig, βοῦς, ὗς, Il. 2, 403 Od. 14, 419, u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 de cinq ans, âgé de cinq ans;
2 qui dure cinq ans.
Étymologie: πενταετής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενταέτηρος -ον [πεντα-, ἔτος] vijf jaar oud.

Russian (Dvoretsky)

πενταέτηρος: пятилетний (βοῦς, ὗς Hom.).

English (Autenrieth)

(ϝέτος): five years old.

Greek Monolingual

και πενθέτηρος, -ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που έχει ηλικία πέντε ετών, πενταετής
2. πενταετηρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -έτ-ηρος (< ἔτος), πρβλ. δεκα-έτηρος].

Greek Monotonic

πενταέτηρος: -ον (ἔτος), ποιητ. αντί πενταετής, πέντε χρόνων στην ηλικία, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

πενταέτηρος: -ον, (ἔτος), ποιητικ. ἀντὶ πενταετής, ὁ ἔχων ἡλικίαν πέντε ἐτῶν, βοῦς Ἰλ. Β. 403, Ζ. 315· ὗς Ὀδ. Ξ. 419.

Middle Liddell

πεντα-έτηρος, ον, ἔτος [poetic for πενταετής
five years old, Hom.