πηνήκη
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἡ, false hair, wig, Luc.DMeretr.5.3, 11.4, 12.5: distinguished from ἔντριχον and προκόμιον, Phot., cf. Poll.2.30, 10.170.
German (Pape)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηνήκη -ης, ἡ [πήνη?] pruik.
Russian (Dvoretsky)
πηνήκη: v.l. πηνίκη ἡ парик Arph., Luc.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. πηνίκη, ἡ, Α
φενάκη, περούκα, τεχνητή κόμη («τὴν πηνήκην ἀφείλετο τῆς κεφαλῆς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να έχει σχηματιστεί από τη λ. πήνη, κατά το φενάκη «τεχνητή κόμη»].
Greek (Liddell-Scott)
πηνήκη: πηνηκίζω, ἴδε ἐν λ. πηνίκη.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: false hair, wig (Luc. Dial. dMer. 5. 3 etc., Phot., Poll.).
Derivatives: πηνηκίζειν ἀπατᾶν H., Cratin. 319), also w. δια- (Cratin. 282); πηνηκισμάτων φενακισμάτων H.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: As a wig may seem a bobbin of threads, the word will be form πήνη after φενάκη.