πτοιώδης
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
ες, (πτοία) scared, shy, Hp.Epid.6.2.20, cf. Erot.; ὁρμαί, ἄγνοια, Stoic.3.166.
German (Pape)
[Seite 811] ες, = πτοώδης, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πτοιώδης: -ες, ἴδε πτοώδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πτοία
1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος
2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτοιώδης -ες [πτοία] angstig.