κοιλόπεδος
Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar
English (LSJ)
ον, lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au fond d'un vallon.
Étymologie: κοῖλος, πέδον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.
Russian (Dvoretsky)
κοιλόπεδος: расположенный в глубине, глубоко лежащий (νάπη Pind.).
English (Slater)
κοιλόπεδος lying in a hollow Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)
Greek Monolingual
κοιλόπεδος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» — βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικόπεδος, χαλκόπεδος].
Greek Monotonic
κοιλόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που κείται σε κοίλο πεδίο, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.