ἐμπληξία

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἐν παντὶ γάρ τοι σκορπίος φρουρεῖ λίθῳ → for a scorpion keeps watch at every stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπληξία Medium diacritics: ἐμπληξία Low diacritics: εμπληξία Capitals: ΕΜΠΛΗΞΙΑ
Transliteration A: emplēxía Transliteration B: emplēxia Transliteration C: empliksia Beta Code: e)mplhci/a

English (LSJ)

ἡ, A amazement: hence, stupidity, Aeschin.3.214, Aristid. 1.413,427 J., Gal.8.690; ἐ. ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4.4. 2 πολιτείας ἐ. capriciousness of policy, Aeschin.2.164. 3 frantic energy, Plu.2.56c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 aturdimiento, precipitación incontrolada e irracional τοῦ Δημοσθένους Aeschin.3.214, cf. 2.164, ἐν δὲ ταῖς κολακείαις ὁρᾶν χρὴ ... ἐμπληξίαν ... ὀξύτητα (καλουμένην) en las adulaciones hay que observar que la improvisación es llamada agudeza Plu.2.56c, ἡ ἀλόγιστος ἐ. op. λογισμός D.C.43.15, cf. Gr.Naz.M.35.573A.
2 tontería, estupidez δόξα ἐμπληξίας Aristid.Or.11.26, ἐ. γὰρ ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4, ὑπ' ἐμπληξίας φοβερός ἐστι Μέτελλος Plu.Cat.Mi.20, cf. Ant.87, Aristid.Or.12.3, Gal.8.691, Herm.Irris.5, Gr.Naz.M.36.160A.

German (Pape)

[Seite 814] ἡ, Betroffenheit, Verlegenheit, Unbesonnenheit; καὶ δειλία Aesch. 3, 214, vgl. 2, 164; Sp., wie Plut., der es mit ἀφροσύνη vrbdt, Anton. 87.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 stupidité ; démence;
2 instabilité, inconstance.
Étymologie: ἔμπληκτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπληξία:безрассудство, неразумие Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπληξία: ἡ, θάμβος, ἔκπληξις, Λατ. stupor: ἐντεῦθεν, ἠλιθιότης, ἀφροσύνη, μωρία, Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας ἐμπληξία, ἄλογος ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς πολιτεία, μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10.

Greek Monolingual

ἐμπληξία, η (Α)
1. κατάπληξη
2. ανοησία, μωρία
3. (για την πολιτική) αστάθεια
4. αλόγιστη ενέργεια.

Greek Monotonic

ἐμπληξία: ἡ, κατάπληξη, ηλιθιότητα, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ἐμπληξία, ἡ, n
amazement, stupidity, Aeschin.