ἀντιδιατίθεμαι
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
French (Bailly abrégé)
être dans des dispositions contraires, d'où
1 résister;
2 être opposant.
Étymologie: ἀντιδιατίθημι.
English (Strong)
from ἀντί and διατίθεμαι; to set oneself opposite, i.e. be disputatious: that oppose themselves.
Greek Monotonic
ἀντιδιατίθεμαι: Μέσ., προσφέρω αντίσταση, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, εχθροί, αντίπαλοι, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
to offer resistance, τοὺς ἀντιδιατιθεμένους opponents, NTest.