δονακεύομαι
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
fowl with reed and birdlime, AP9.264 (Apollonid. or Phil.).
German (Pape)
[Seite 656] ion. u. ep. δουν., mit Rohr, d. i. Leimruthen fangen, Apollonds. 25 (IX, 264).
Russian (Dvoretsky)
δονᾰκεύομαι: ион. δουνᾰκεύομαι ловить (клейким) тростником (sc. τέττιγα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δονακεύομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω (πτηνὰ) δι' ἰξωμένων καλάμων, μὲ ἰξόβεργα, Ἀνθ. Π. 9. 264.
Greek Monolingual
δονακεύομαι (Α)
πιάνω πουλιά με ξόβεργα.
Greek Monotonic
δονακεύομαι: αποθ., συλλαμβάνω πουλιά με καλάμια, πιάνω πουλιά με ξώβεργες, σε Ανθ.
Middle Liddell
δονακεύομαι,
Dep. to fowl with reed and birdlime, Anth. [from δονᾰκεύς]