εὐριπώδης

From LSJ
Revision as of 14:00, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῑπώδης Medium diacritics: εὐριπώδης Low diacritics: ευριπώδης Capitals: ΕΥΡΙΠΩΔΗΣ
Transliteration A: euripṓdēs Transliteration B: euripōdēs Transliteration C: evripodis Beta Code: eu)ripw/dhs

English (LSJ)

ες, A like a Euripus, τόποι Arist. GA763b2. II living in such a place, Id.HA621b23.

German (Pape)

[Seite 1093] ες, nach Art einer Meerenge; τόποι τῆς θαλάττης Arist. gen. an. 5 extr.; auch von Thieren, τὰ πελάγια καὶ τὰ εὐριπώδη, in den Meerengen lebend, H. A. 9, 37.

Russian (Dvoretsky)

εὐρῑπώδης:
1 похожий на Эврип, т. е. бурный (τόποι τῆς θαλάττης Arst.);
2 живущий в морском канале, рукаве или узком проливе (sc. ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐρῑπώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ Εὐρίπῳ, τόπος Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 11, 32. ΙΙ. ὁ ζῶν ἐν τοιούτῳ τόπω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 17.

Greek Monolingual

εὐριπώδης, -ῶδες (Α) εύριπος
1. αυτός που μοιάζει με τον εύριπο
2. αυτός που ζει στον Εύριπο ή γενικά σε πορθμούς.