ἀρκτῆ
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
(sc. δορά), ἡ, bearskin, Anaxandr.65.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ piel de oso Anaxandr.65, cf. Poll.5.16, Hsch.
German (Pape)
[Seite 354] ἡ, sc. δορά, das Bärenfell, Anaxandr. bei Poll. 5, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρκτῆ: (ἐξυπακουομ. δορά), «ἡ τῆς ἄρκτου δορὰ» Ἡσύχ. (Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 14).
Greek Monolingual
ἀρκτῆ, η (AM)
το δέρμα της αρκούδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρκτέη, με συναίρεση < άρκτειος < άρκτος (πρβλ. αλωπεκή, λεοντή, λυκή κ.ά.)].