κυνηγετέω

From LSJ
Revision as of 14:39, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγετέω Medium diacritics: κυνηγετέω Low diacritics: κυνηγετέω Capitals: ΚΥΝΗΓΕΤΕΩ
Transliteration A: kynēgetéō Transliteration B: kynēgeteō Transliteration C: kynigeteo Beta Code: kunhgete/w

English (LSJ)

Dor. κυναγετέω, hunt, Ar.Eq.1382, X. Cyn.5.34, etc.: c. acc., ὗς ἀγρίους κ. Aeschin.3.255, cf. Plb.31.14.3: metaph., persecute, harass, A.Pr.572 (lyr.); hunt down, τινας Plu. Mar.43: c. acc. cogn., κ. τέκνων διωγμόν E.HF898 (lyr.): abs., quest about, like a hound, S.Aj.5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. aller à la chasse;
2 tr. poursuivre à la chasse, chasser ; fig. poursuivre, harceler, ou simpl. rechercher la piste, acc..
Étymologie: κυνηγέτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγετέω, Dor. κυνᾱγετέω [κυνηγέτης] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγετέω: дор. κῠνᾱγετέω
1 идти на охоту Arph., Xen.;
2 охотиться, ловить или убивать на охоте (ὗς ἀγρίους Aeschin.);
3 выслеживать (τὰ ἴχνη τινός Soph.);
4 (тж. κ. διωγμόν τινος Eur.) преследовать (τινα Aesch., Plut.).

Greek Monotonic

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ-, μέλ. -ήσω (κυνηγέτης),
I. κυνηγώ, καταδιώκω, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, σε Αισχύλ.
II. κατατρύχω, όπως ένας κυνηγετικός σκύλος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγετέω: Δωρ. κυνᾱγ- (ἴδε ἐν λέξ. κυναγός)· ― κυνηγῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1382, Ξεν., κλ.· πρβλ. ἐκκυνηγετέω· ― μεταφορ., καταδιώκω, κατατρύχω Αἰσχύλ., Πρ. 573. μετὰ συστοίχ. αἰτ., Σοφ. Αἴ. 5.

Middle Liddell

κῠνηγετέω, κυνηγέτης
I. to hunt, Ar., Xen., etc.:—metaph. to persecute, harass, Aesch.
II. to quest about, like a hound, Soph.

German (Pape)

ein Jäger sein, jagen; Ar. Eq. 1382; Plat. Legg. VII.824; ὗς ἀγρίους κυνηγετεὶν Aesch. 3.255, wie Pol. 31.22.3. – Dah. = aufspüren, ausspähen, verfolgen, τινά, Aesch. Prom. 572; κυνηγετοῦντα καὶ μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου Soph. Aj. 5; τέκνων διωγμόν Eur. Herc.Fur. 896; Sp., wie Plut. Crass. 4.