ἀκανθολόγος

From LSJ
Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθολόγος Medium diacritics: ἀκανθολόγος Low diacritics: ακανθολόγος Capitals: ΑΚΑΝΘΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akanthológos Transliteration B: akanthologos Transliteration C: akanthologos Beta Code: a)kanqolo/gos

English (LSJ)

ον, gathering thorns, nickname of quibblers (cf. ἄκανθα 7), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que escoge asuntos espinosos ποιηταί AP 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche des arguties (litt. des épines).
Étymologie: ἄκανθα, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθολόγος: подбирающий шипы, т. е. придирчивый (ποιητῶν φῦλον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθολόγος: -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.

Greek Monolingual

-ον (Μ ἀκανθολόγος)
1. αυτός που μαζεύει αγκάθια
2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ].

Greek Monotonic

ἀκανθολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.

Middle Liddell

λέγω
gathering thorns, nickname of quibblers, Anth.

German (Pape)

σῆτες Phil.Thess. 44 (XI.347), Grammatiker, die Spitzfindigkeiten sammelnden, s. ἀκανθοβάται; ποιηταί Antip.Thess. 45 (XI.20).