ἀνθόβολος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
ον, garlanded with flowers, θρίξ AP9.270 (Marc. Arg.), but codd. have ἀνθοβόλον, i.e. shedding flowers.
Spanish (DGE)
-ον coronado de flores θρίξ AP 9.270 (Marc.Arg.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
orné de guirlandes de fleurs.
Étymologie: ἄνθος, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθόβολος: украшенный цветами (θρίξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθόβολος: -ον, ὁ δι’ ἀνθέων κεκοσμημένος, στέψας δ’ ἀνθόβολον κρατὸς τρίχα Ἀνθ. Π. 9. 270.
Greek Monotonic
ἀνθόβολος: -ον (βάλλω), διακοσμημένος με λουλούδια, σε Ανθ.
Middle Liddell
βάλλω
garlanded with flowers, Anth.
German (Pape)
στέψω ἀνθόβολον τρίχα, mit Blumen (beworfenes) geschmücktes Haar, M.Argent. 23 (IX.270).