ἀποδινέω
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
(δῖνος III) thresh corn, Hdt.2.14; 3pl. subj. -δίνωντι Tab.Heracl.1.102.
Spanish (DGE)
• Morfología: [3.a plu. subj. ἀποδίνωντι TEracl.1.102]
trillar τὸν σίτον Hdt.2.14, abs. TEracl.l.c.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
triturer (du blé).
Étymologie: ἀπό, δῖνος.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδῑνέω: обмолачивать (τὸν σῖτον Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδῑνέω: ἀπαλοάω, ἁλωνίζω σῖτον (ἴδε τὴν λέξιν δῖνος ΙΙΙ.), Ἡρόδ. 2. 14, Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 102.
Greek Monotonic
ἀποδῑνέω: μέλ. -ήσω, αλωνίζω σιτηρά (βλ. δῖνος II), σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to thresh corn (v. δῖνος II), Hdt.
German (Pape)
[ῑ], ausdreschen, Her. 2.14; eigtl. abdrehen.