ὑψίζυγος
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
ον, prop. of a rower, sitting high on the benches: metaph. of Zeus, high-throned, Il.4.166, 7.69, al., Hes. Op. 18, B.10.3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
assis sur un trône (litt. sur un banc de rameur) élevé, ép. de Zeus.
Étymologie: ὕψι, ζυγόν.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίζῠγος: высоко восседающий (Ζεύς Hom., Hes.; Κρονίδης Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίζυγος: -ον, κυρίως ἐπὶ κωπηλάτου, ὁ καθήμενος ὑψηλὰ ἐπὶ τῶν ζυγῶν· ἀκολούθως μεταφορ. ἐπὶ τοῦ Διός, ὁ ἔχων τὸν θρόνον του ὑψηλά, ὁ κυβερνῶν τὰ πάντα, Ἰλ. Δ. 166, Ζ. 69, κ. ἀλλ., Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 18.
English (Autenrieth)
on the high rower's bench, high at the helm, high-throned, high-ruling. (Il.)
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. (για κωπηλάτη) αυτός που κάθεται ψηλά στα εδώλια της κωπηλασίας
2. (για τον Δία) μτφ. αυτός που έχει τον θρόνο του ψηλά, που κυβερνά από ψηλά («Ζεὺς δὲ σφι Κρονίδης ὑψίζυγος, αἰθέρι ναίων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. πολύ-ζυγος].
Greek Monotonic
ὑψίζῠγος: -ον (ζυγόν), λέγεται για κωπηλάτη, αυτός που κάθεται σε υψηλή θέση, κάθισμα· λέγεται για τον Δία, υψηλόθρονος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
ὑψί-ζῠγος, ον, ζυγόν
of a rower, sitting high on the benches; of Zeus, high-throned, Il., Hes.
German (Pape)
eigtl. vom Sitze der Ruderer, hoch od. oben auf der Ruderbank sitzend, übertragen als Beiwort des Zeus, der hoch waltende, der zuoberst am Steuer sitzt und Alles lenkt, Il. 4.166, 7.69, 11.544, 18.185, Hes. O. 18.