ἱστιορράφος

From LSJ
Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστιορράφος Medium diacritics: ἱστιορράφος Low diacritics: ιστιορράφος Capitals: ΙΣΤΙΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: histiorráphos Transliteration B: histiorraphos Transliteration C: istiorrafos Beta Code: i(stiorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω) A sailpatcher, CIG9175, Poll.7.160. 2 metaph., tricky, cheating fellow, Ar.Th.935:—also ἱστιαρράφος, Gramm.in Reitzenstein Ind.Lect. Rost.1892/3p.4.

Russian (Dvoretsky)

ἱστιορράφος: (ᾰ) ὁ досл. парусный мастер, парусник, ирон. мошенник Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστιορράφος: ᾰ, ὁ, (ῥάπτω) ὁ ῥάπτων ἢ ἐπισκευάζων ἱστία, Συλλ. Ἐπιγρ. 9175, Πολυδ. Ζ΄. 160. 2) μεταφ., μηχανορράφος, δολοπλόκος, ἀπατηλός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 935.

Greek Monolingual

ἱστιορράφος και ἱστιαρράφος, ὁ (Α)
1. αυτός που ράβει ή επισκευάζει ιστία
2. δολοπλόκος, μηχανορράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. μηχανορράφος, νευρορράφος].

German (Pape)

Segel schneidernd, Ar. Thesm. 935, komisch von einem Weber, der zugleich ein Aufschneider und Betrüger ist.