ὑψίλοφος

Revision as of 13:05, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ον, high-crested, Αἴτνα Pi.O.13.111; θυρίδες AP5.152 (Asclep.); v.l. in Ar.Ra.818 (hex.) for ἱππολόφων; in Hp.Ep.16 the best codd. have ὑψηλόλοφος (v.l. ὑψήλοφος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 au sommet élevé (Etna) ; élevé (porte);
2 qui croît sur les hauteurs;
3 au panache ou au cimier élevé.
Étymologie: ὕψι, λόφος.

German (Pape)

mit hohem Gipfel od. Wipfel; Αἴτνα Pind. Ol. 13.111; θυρίδες Ascplds. 15 (V.153); – übertragen, ὑψίλοφοι λόγοι, hochtrabende, hochfahrende Reden, Ar. Ran. 818.

Russian (Dvoretsky)

ὑψίλοφος:
1 высоковершинный (Αἴτνα Pind.);
2 высокий (θυρίδες Anth. - v.l. ὑψόροφος);
3 высокопарный (λόγοι Arph. - v.l. к ἱππόλοφος).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίλοφος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν λόφον, Αἴτνα Πινδ. Ο. 13. 159· θυρίδες Ἀνθ. Παλ. 5. 153· οὕτως ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ Σχολ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 818 ἀντὶ ἱππολόφων· τὸ παρ’ Ἱππ. 1278. 38, ὑψήλοφος φαίνεται ὅτι εἶναι πλημμελές.

English (Slater)

ὑψῐλοφος, -ον with high crest ὑπ' Αἴτνας ὑψιλόφου (O. 13.111)

Greek Monolingual

και ὑψήλοφος και ὑψόλοφος, -ον, Α
1. υψικόρυφος
2. (γενικά) υψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λόφος.

Greek Monotonic

ὑψίλοφος: -ον, αυτός που έχει υψηλό λόφο, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ὑψί-λοφος, ον,
high-crested, Pind.