βλαστημός

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστημός Medium diacritics: βλαστημός Low diacritics: βλαστημός Capitals: ΒΛΑΣΤΗΜΟΣ
Transliteration A: blastēmós Transliteration B: blastēmos Transliteration C: vlastimos Beta Code: blasthmo/s

English (LSJ)

ὁ, growth, βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος πολύν A.Th.12, cf. Supp.318.

Spanish (DGE)

-όν
I que hace germinar, germinador θέρος A.Fr.332a.2.
II subst. ὁ β.
1 retoño, renuevo τῆσδε β. de Belo, hijo de Libia y padre de Dánao, A.Supp.318.
2 crecimiento β. ... σώματος A.Th.12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 germe, pousse ; rejeton;
2 fig. floraison.
Étymologie: βλαστάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλαστημός -οῦ, ὁ βλαστάνω
1. groei:. βλαστημὸν ἀλδαίνοντα σώματος de toenemende groei van het lichaam Aeschl. Sept. 12.
2. telg, kroost:. τίν’... ἄλλον τῆσδε βλαστημὸν λέγεις; wie zeg je dat nog meer uit haar is voortgekomen? Aeschl. Suppl. 318.

German (Pape)

ὁ, Keim, Sproß, Aesch. Suppl. 313. Gedeihen, Blüte, Spt. 12.

Russian (Dvoretsky)

βλαστημός:
1 Aesch. = βλάστη 2;
2 цветение, расцвет Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστημός: ὁ, = βλάστη Ι. Αἰσχύλ. Θήβ. 12. Ἱκέτ. 317·- ὁ Herm. ὅμως θεωρεῖ τὴν λέξιν ὡς ἐπίθ. ἐν Ἱκέτ. ἔνθ΄ ἀνωτ. καὶ ἐν Θήβ. ἔνθ΄ ἀνωτ. ἀναγινώσκει βλαστησμὸς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας. Ἴδε Κόντ. ἐν Ἀθηναίῳ 7, 372.

Greek Monolingual

βλαστημός, ο (Α) βλαστάνω
ο βλαστός.

Greek Monotonic

βλαστημός: ὁ, =βλάστη I, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= βλάστη I, Aesch.]