κατάκλησις

From LSJ
Revision as of 16:55, 19 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "nisi leg." to "nisi leg.")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκλησις Medium diacritics: κατάκλησις Low diacritics: κατάκλησις Capitals: ΚΑΤΑΚΛΗΣΙΣ
Transliteration A: katáklēsis Transliteration B: kataklēsis Transliteration C: kataklisis Beta Code: kata/klhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A summoning by name, Ph.2.388. 2 summoning of the whole body of citizens, incl. rural population, πρὸς ἐπίσκεψιν μείζονα τῶν πραγμάτων, opp. ἐκκλησία, Ammon.Diff.p.47 V. 3 invocation of the gods, Ph.2.342, Arr.An.5.2.7, Poll.1.29. II recalling, D.S. 13Arg. (nisi leg. μετάκλησις) ; ἡ [τῆς θεοῦ] κ. CIG6850A.

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, das Einberufen der außer der Stadt auf dem Lande wohnenden Bürger, Ammon. – Θεῶν, Anrufen, Poll. 1, 29. – Das Zurückberufen, D. Sic. 13 argum.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκλησις: -εως, ἡ, σύγκλησις καὶ τῶν μὴ ἐνδημούντων πολιτῶν, Ἀμμών. σ. 47, καὶ κατὰ τοῦτο διαφέρει τῆς ἐκκλησίας εἰς ἣν συνήρχοντο μόνον οἱ Ἀθηναῖοι. 2) ἐπίκλησις τῶν θεῶν (κυρίως ἵνα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβῶσι καὶ βοηθήσωσι), Συλλ. Ἐπιγρ. 6850Α, Πολυδ. Α΄, 29. ΙΙ. ἀνάκλησις, Διόδ. 13, σ. 539 (ἂν μὴ ἀναγνωστέον μετάκλησις).

Greek Monolingual

κατάκλησις, ἡ (AM) κατακαλώ
μσν.
ομορφιά, γοητεία
αρχ.
1. ονομαστική κλήση
2. η κατακλησία
3. η επίκληση τών θεών
4. η ανάκληση, η ικεσία
5. η επωδή.