ἐξαμελέω
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
to be utterly careless of, τινός Hdt.1.97: abs., show no care, be negligent, ἐπὶ τῶν γυναικῶν Arist.Pol.1269b22:—Pass.impers., ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων no care is taken .., Id.EN1180a27; ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Plu.Cam.18; ἐξαμελουμένων [τῶν παίδων] being uncared for, Arist.EN1180a30; -ούμενον ἅπαν χεῖρον γίγνεται Thphr.HP3.2.2.
Spanish (DGE)
despreocuparse de, descuidar por completo c. gen. o giro prep. οὐ γάρ οἱ λυσιτελέειν τῶν ἑωυτοῦ ἐξημεληκότα ... δικάζειν Hdt.1.97, τῶν ὄνων SB 9150.22 (I d.C.), ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν Arist.Pol.1269b22
•en v. pas. ser objeto de negligencia o despreocupación, estar descuidado o abandonado ἐξαμελούμενον γὰρ ἅπαν ... ἀπαγριοῦται todo lo que se tiene descuidado se asilvestra Thphr.HP 3.2.2, cf. Arist.EN 1180a30, ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Plu.Cam.18, τὴν γένναν αὐτοῦ ... ἐξάμεληθεῖσαν Aristid.Or.46.14, αὐτό (τὸ πλοῖον) PLond.1932.5 (III a.C.)
•impers. ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων no se ha tenido cuidado de tales cosas Arist.EN 1180a27.
German (Pape)
[Seite 867] ganz vernachlässigen, τῶν ἑωυτοῦ Her. 1, 97; Sp.; absol., Plut. Art. 22; pass., ἐξημέλητο τὰ τῶν θεῶν αὐτοῖς Cam. 18; aber Arist. Eth. 10, 9 ἐν ταῖς πόλεσιν ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων = man bekümmert sich nicht darum.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
pf. ἐξημέληκα;
négliger complètement : τινος qch ; • impers. ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων ARSTT on n'a pris aucun soin de ces sortes de choses.
Étymologie: ἐξ, ἀμελέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰμελέω: оставлять без внимания, не заботиться, пренебрегать (τινός Her. и ἐπί τινος Arst.); med. impers. ἐξημέληται περὶ τούτων Arst. на это не обращается никакого внимания; pass. быть в пренебрежении, быть заброшенным Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰμελέω: παραμελῶ ἐντελῶς, τῶν ἐωυτοῦ ἐξημεληκότα Ἡρόδ. 1. 97· ἀπολ., δεικνύω ἀμέλειαν, ἀδιαφορίαν, ἐπὶ δὲ τῶν γυναικῶν ἐξημέληκεν (ὁ νομοθέτης) Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 9, 6. - Παθ., ἀπροσώπ., ἐν δὲ ταῖς πλείσταις τῶν πόλεων ἐξημέληται περὶ τῶν τοιούτων, παρημελήθησαν τὰ τοιαῦτα, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 13· ὡσαύτως ἐπὶ προσώπ., ἐξαμελουμένων τῶν παίδων, παραμελουμένων, αὐτόθι 14, Πλουτ. Κάμιλλ. 18.
Greek Monotonic
ἐξᾰμελέω: παραμελώ κάτι εντελώς, με γεν., σε Ηρόδ.