τμητός

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητός Medium diacritics: τμητός Low diacritics: τμητός Capitals: ΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tmētós Transliteration B: tmētos Transliteration C: tmitos Beta Code: tmhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A cut, shaped by cutting, τ. ἱμάντες S.El.747, E.Hipp.1245; τμητοῖς ὁλκοῖς S.El.863 (lyr.); τυρὸς τ. Antiph.133.9 (anap.), cf. Anaxandr. 30.1. 2 that can be cut or severed, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν Arist.Metaph.1020b29, cf. Mete.387a7, Theoc.25.275.

German (Pape)

[Seite 1123] geschnitten; τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737, wie Eur. Hipp. 1245; auch von Furchen, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι, Soph. El. 852; zerschnitten, zerstört, getrennt.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 coupé, taillé;
2 qu’on peut couper ou séparer, divisible.
Étymologie: adj. verb. de τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

τμητός: дор. τμᾱτός 3 [adj. verb. к τέμνω
1 вырезной, кроеный (ἱμᾶντες Soph., Eur.);
2 разрезаемый, делимый, дробимый (εἰς ἄπειρον Plut.): οὐ σιδήρῳ τ. Theocr. неуязвимый для меча.

Greek (Liddell-Scott)

τμητός: -ή, -όν, (τέμνω) ὁ τετμημένος, ὁ διὰ τομῆς ἐσχηματισμένος, τμ. ἱμᾶντες Σοφ. Ἠλ. 747, Εὐρ. Ἱππ. 1245· οὕτω, τμητοῖς ὁλκοῖς, πρβλ. ὁλκὸς Ι, 2· τυρὸς τμ. Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 2. 9. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ ἢ χωρίσῃ, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητὸν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 22, Θεόκρ. 25. 275.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τμητός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος
2. αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί
αρχ.
χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + κατάλ. -τός].

Greek Monotonic

τμητός: -ή, -όν (τέμνω
1. κομμένος, διαμορφωμένος με τομή, σε Σοφ., Ευρ.
2. αυτό που μπορεί κάποιος να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τμητός, ή, όν τέμνω
1. cut, shaped by cutting, Soph., Eur.
2. that can be cut or severed, Theocr.

Mantoulidis Etymological

(=κομμένος) Ἀπό τό τέμνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.