ἀνατειχίζω
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
English (LSJ)
rebuild, τείχη X.HG4.4.18:—in Med., build up, τὸ ταπεινότατον J.BJ5.5.1.
Spanish (DGE)
1 reconstruir, reforzar τείχη X.HG 4.4.18
•fig. fortificar, reforzar τὸν εὐσεβῆ Cyr.Al.M.70.545A, cf. 71.397B.
2 en v. med. construir, levantar τὸ ταπεινότατον ἀπὸ τριακοσίων ἀνετειχίσαντο πηχῶν construyeron los cimientos desde una profundidad de 300 codos I.BI 5.188.
German (Pape)
[Seite 210] die Mauern ausbessern, oder wieder aufbauen, Xen. Hell. 4, 4, 18.
French (Bailly abrégé)
relever des murs.
Étymologie: ἀνά, τειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατειχίζω: восстанавливать, отстраивать (τὰ διῃρημένα τείχη Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατειχίζω: ἀνοικοδομῶ τεῖχος, ἀνατειχίσαι .. τὰ τείχη Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 18· ἐκ νέου περιτειχίζω, Κύριλλ.
Greek Monolingual
(Α ἀνατειχίζω)
ανοικοδομώ τείχος ή το επιδιορθώνω.
Greek Monotonic
ἀνατειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, ξαναχτίζω, ανοικοδομώ, σε Ξεν.
Middle Liddell
to rebuild, Xen.