ἐπιπελάζω
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
bring near to, ξίφος αἴματι σῷ E.IT880 (lyr., tm.).
German (Pape)
[Seite 968] annähern, Aristaenet. 1, 3, l. d. In tmesi Eur. I. T. 881, πρὶν ἐπὶ ξίφος αἵματι σῷ πελάσαι.
French (Bailly abrégé)
s'approcher, se rapprocher.
Étymologie: ἐπί, πελάζω.
Greek Monolingual
ἐπιπελάζω (Α) πελάζω
φέρνω κάτι κοντά, πλησιάζω («πρὶν ἐπὶ ξίφος αἵματι σῷ πελάσαι», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐπιπελάζω: μέλ. -σω, φέρνω κοντά σε, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπελάζω: приближать, приставлять: πρὶν ἐπὶ ξίφος κἵματι σῷ πελάσαι Eur. прежде чем меч не обагрится твоей кровью.
Middle Liddell
fut. σω
to bring near to, Eur.