αἰνόγαμος
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
ον, fatally wedded, E.Hel.1120 (lyr.), Orph.A.867, Man.3.148.
Spanish (DGE)
(αἰνόγᾰμος) -ον
cuyo matrimonio trae desgracia de Paris, E.Hel.1120, Medea, Orph.A.867, Helena Trag.Adesp.644.40, Edipo, Opp.C.1.261, Sémele, Nonn.D.8.328, cf. Man.3.148.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au funeste hymen.
Étymologie: αἰνός, γάμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰνόγαμος -ον αἰνός, γάμος met een ellendig huwelijk.
German (Pape)
unglücklich vermählt, Πάρις Eur. Hel. 1120, Alex.
Russian (Dvoretsky)
αἰνόγᾰμος: вступивший в несчастный брак (Πάρις Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόγᾰμος: -ον, ὁ ὀλέθριον, δεινὸν γάμον συνάψας, Εὐρ. Ἑλ. 1120. Ὀρφ. Ἀργ. 875· πρβλ. αἰνόλεκτρος.
Greek Monotonic
αἰνόγᾰμος: -ον, αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Ευρ.
Middle Liddell
fatally wedded, Eur.