γλίσχρων
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ονος, ὁ, niggard, Ar.Pax193.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ glotón Ar.Pax 193.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
méchant petit goinfre.
Étymologie: γλίσχρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλίσχρων -ωνος, ὁ γλίσχρος gulzigaard, smulpaap. Aristoph. Pax 193.
German (Pape)
ωνος, ὁ, ein kärglich, kümmerlich lebender Mensch, Ar. Pax 193.
Russian (Dvoretsky)
γλίσχρων: ωνος ὁ скряга, скаред Arph.
Greek (Liddell-Scott)
γλίσχρων: -ονος, ὁ, φειδωλός, φιλάργυρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 193.
Greek Monolingual
γλίσχρων (-ονος), ο (Α) γλίσχρος
φιλάργυρος.
Greek Monotonic
γλίσχρων: -ονος, ὁ, φειδωλός, φιλάργυρος, τσιγκούνης, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
[from γλίσχρος
a niggard, Ar.