δικέραιος

From LSJ
Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκέραιος Medium diacritics: δικέραιος Low diacritics: δικέραιος Capitals: ΔΙΚΕΡΑΙΟΣ
Transliteration A: dikéraios Transliteration B: dikeraios Transliteration C: dikeraios Beta Code: dike/raios

English (LSJ)

ον, two-horned, two-pointed, στόρθυγξ AP6.111 (Antip.(?)).

Spanish (DGE)

(δῐκέραιος) -ον
de dos puntas, ahorquillado de la cuerna de ciervo AP 6.111 (Antip.Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

German (Pape)

mit zwei Hörnern, Spitzen, στόρθυγξ Antip.Sid. 19 (VI.111).

Russian (Dvoretsky)

δικέραιος: двурогий, с двумя остриями (στόρθυγξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέραιος: -ον, δύο κέρατα ἔχων. Ἀνθ. Π.6.111.

Greek Monotonic

δῐκέραιος: -ον (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ανθ.

Middle Liddell

δικέραιος, δικέραιον adj κέρας
two-horned, two-pointed, Anth.