κουφολογία
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ἡ, light talk, Th.4.28, App. Hisp.38, Plu.2.855b.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parole dite à la légère.
Étymologie: κουφολόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουφολογία -ας, ἡ [κοῦφος, λέγω] lichtzinnig gepraat, opschepperij.
German (Pape)
ἡ, leichtsinnige Rede, unbedachtsames Geschwätz, Thuc. 4.28 und Sp., wie Plut. und App. Hisp. 38.
Russian (Dvoretsky)
κουφολογία: ἡ легкомысленные речи или пустая похвальба Thuc., Plut.
Greek Monolingual
κουφολογία, ἡ (Α) κουφολογώ
απερίσκεπτα λόγια («τοῖς δὲ Ἀθηναῖοις ἐνέπεσε μέν τι καὶ γέλωτος τῆ κουφολογίᾳ αύτοῦ», Θουκ.).
Greek Monotonic
κουφολογία: ἡ, κενά λόγια, ακριτολογία, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κουφολογία: ἡ, ἀκριτολογία, Θουκ. 4. 28, Ἀππ. Ἰβηρ. 38, Πλούτ. 2. 855Β.
Middle Liddell
κουφολογία, ἡ,
light talking, Thuc. [from κουφολόγος