κεραμεῖον
From LSJ
English (LSJ)
τό, A potter's workshop, Aeschin.3.119, IG22.1635.143, PSI4.445.2 (iii B.C.). II Ion. κερᾰμ-ήϊον, = κεράμιον, Hom. Epigr.14.14.
German (Pape)
[Seite 1420] τό, die Töpferwerkstatt, Aesch. 3, 119; nach Hesych. auch Laden, wo irdene Waaren verkauft werden.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
atelier de poterie.
Étymologie: κεραμεύς.
Russian (Dvoretsky)
κερᾰμεῖον: τό гончарная мастерская Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμεῖον: Ἰων. -ήϊον, τό, κεραμέως ἐργαστήριον, Αἰσχίν. 70. 22. ΙΙ. = κεράμιον, Βίος Ὁμ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 158. 33· οὕτω κεραμαῖον οἴνου Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.
Greek Monotonic
κερᾰμεῖον: τό, εργαστήριο κεραμέα, σε Αισχίν.
Middle Liddell
κερᾰμεῖον, ου, τό, κέραμος
a potter's work-shop, Aeschin.