κοιλόπεδος

From LSJ
Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλόπεδος Medium diacritics: κοιλόπεδος Low diacritics: κοιλόπεδος Capitals: ΚΟΙΛΟΠΕΔΟΣ
Transliteration A: koilópedos Transliteration B: koilopedos Transliteration C: koilopedos Beta Code: koilo/pedos

English (LSJ)

ον, lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé au fond d'un vallon.
Étymologie: κοῖλος, πέδον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.

Russian (Dvoretsky)

κοιλόπεδος: расположенный в глубине, глубоко лежащий (νάπη Pind.).

English (Slater)

κοιλόπεδος lying in a hollow Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)

Greek Monolingual

κοιλόπεδος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» — βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικόπεδος, χαλκόπεδος].

Greek Monotonic

κοιλόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που κείται σε κοίλο πεδίο, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.

Middle Liddell

κοιλό-πεδος, ον πέδον
lying in a hollow, Pind.