πομπευτής

From LSJ
Revision as of 15:38, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπευτής Medium diacritics: πομπευτής Low diacritics: πομπευτής Capitals: ΠΟΜΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: pompeutḗs Transliteration B: pompeutēs Transliteration C: pompeftis Beta Code: pompeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = πομπεύς 2, Id.7.72: as adjective, π. ἵππος πάντα διδάσκεται Iamb.post Polem.p.50 Hinck. 2 organizer of a procession or marshal of a procession, Luc. Nec.16.

German (Pape)

[Seite 678] ὁ, = πομπεύς, Luc. Necyom. 16, l. d.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui figure dans une procession.
Étymologie: πομπεύω.

Russian (Dvoretsky)

πομπευτής: οῦ ὁ участник торжественного шествия Luc.

Greek (Liddell-Scott)

πομπευτής: -οῦ, ὁ, = πομπεὺς 2, Λουκ. Νεκυομ. 16.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ πομπεύω
1. αυτός που συμμετέχει σε πομπή
2. ο διοργανωτής ή τελετάρχης πομπής
αρχ.
(ως επίθ. αλόγων) αυτός τον οποίο ασκούσαν για τις πομπές στον ρωμαϊκό ιππόδρομο.