πυριλαμπής

From LSJ
Revision as of 11:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠριλαμπής Medium diacritics: πυριλαμπής Low diacritics: πυριλαμπής Capitals: ΠΥΡΙΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: pyrilampḗs Transliteration B: pyrilampēs Transliteration C: pyrilampis Beta Code: purilamph/s

English (LSJ)

ές, bright with fire, ἀστέρες AP5.15 (Marc. Arg. cod. Plan., περιλάμπει cod.Pal.), cf. Arat.1040, Hymn.Is.8, Opp.C.3.72, al.

German (Pape)

[Seite 822] ές, mit Feuer oder wie Feuer glänzend; Arat. 1040; Opp. Cyn. 3, 72; ἀστέρες, M. Arg. 10 (V, 16); oft bei Maneth.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille comme du feu.
Étymologie: πῦρ, λάμπω.

Russian (Dvoretsky)

πῠρῐλαμπής: сияющий огнем, сверкающий (sc. σίδηρος Plut. - v.l. περιλαμπής; ἀστέρες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρῐλαμπής: -ές, ὁ λάμπων ὡς πῦρ, ἀστέρες Ἀνθ. Π. 5. 16· δίφρος [ἠελίοιο] αὐτόθι 1. 10, 41, πρβλ. Ἄρατ. 1040, Ὀππ. Κυν. 3. 72· ὁ σίδηρος στίλβει πυριλαμπὲς Πλουτ. Κράσσ. 24 Schäf.

Spanish

resplandeciente por el fuego

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει σαν τη φωτιά («πυριλαμπεῖς ἀστέρες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. νυκτι-λαμπής, φωτολαμπής.

Greek Monotonic

πῠρῐλαμπής: -ές (λάμπω), αυτός που λάμπει όπως η φωτιά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

πῠρῐ-λαμπής, ές λάμπω
bright with fire, Plut.

Léxico de magia

-ές resplandeciente por el fuego de la divinidad suprema δεῦρό μοι, πυριλαμπὲς πνεῦμα ven junto a mí, espíritu que resplandece por el fuego P VII 965 de Afrodita ἄξον μοι φῶς καὶ τὸ καλόν σου πρόσωπον ... πυριλαμ<πῆ, ἀμ>φιπυριφερῆ tráeme luz y tu hermoso rostro, tú resplandeciente por el fuego, que llevas fuego a tu alrededor P IV 3244