πολυτεκνία

From LSJ
Revision as of 13:50, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτεκνία Medium diacritics: πολυτεκνία Low diacritics: πολυτεκνία Capitals: ΠΟΛΥΤΕΚΝΙΑ
Transliteration A: polyteknía Transliteration B: polyteknia Transliteration C: polyteknia Beta Code: polutekni/a

English (LSJ)

ἡ, abundance of children, Arist.Rh.1360b20, Hierocl.p.55A.

German (Pape)

[Seite 674] ἡ, das viele Kinder haben, Arist. rhet. 1, 5 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
grand nombre d'enfants.
Étymologie: πολύτεκνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυτεκνία -ας, ἡ [πολύτεκνος] kinderrijkdom.

Russian (Dvoretsky)

πολυτεκνία:многодетность Arst.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, και πολλατεκνία Α πολύτεκνος
η ιδιότητα του πολυτέκνου, το να έχει κανείς πολλά παιδιά.

Greek Monotonic

πολῠτεκνία: ἡ, αφθονία σε παιδιά, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτεκνία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰ τέκνα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 4.

Middle Liddell

πολῠτεκνία, ἡ,
abundance of children, Arist. [from πολύτεκνος