σιγμός

From LSJ
Revision as of 11:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιγμός Medium diacritics: σιγμός Low diacritics: σιγμός Capitals: ΣΙΓΜΟΣ
Transliteration A: sigmós Transliteration B: sigmos Transliteration C: sigmos Beta Code: sigmo/s

English (LSJ)

ὁ, (σίζω) hissing, as of tortoises, Arist.HA536a7; as a signal, Plu.2.593b; in Magic, Plot.2.9.14; in Gramm., of sibilants, D.T.631.18, Phld.Po.Herc.994.33, S.E.M.1.102.

German (Pape)

[Seite 878] ὁ, das Zischen, Arist. H. A. 4, 9; der Zischlaut, S. Emp. adv. gramm. 102; auch σισμός, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sifflement.
Étymologie: σίζω.

Russian (Dvoretsky)

σιγμός:
1 свист (sc. τῶν χελωνῶν Arst.);
2 свистящее звучание (sc. τοῦ σίγμα Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

σιγμός: ὁ, (σίζω) τὸ σίζειν, σύριγμα, ἢ συριστικὸς ἦχος, οἷος ὁ τῶν χελωνῶν,· Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 9· ὡς σημεῖον, Πλούτ. 2. 593Β· παρὰ τοῖς γραμματ., ἐπὶ συριστικῶν γραμμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 102.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σίζω, συριστικός ήχος, συριγμός («ἀφίησι... τὰ μὲν συριγμόν,... τὰ δὲ σιγμὸν μικρόν, ὥσπερ αἱ χελῶναι», Αριστοτ.).