χειρόσοφος

From LSJ
Revision as of 16:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόσοφος Medium diacritics: χειρόσοφος Low diacritics: χειρόσοφος Capitals: ΧΕΙΡΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: cheirósophos Transliteration B: cheirosophos Transliteration C: cheirosofos Beta Code: xeiro/sofos

English (LSJ)

ον, skilled with the hands, esp. gesticulating well, Luc.Rh.Pr.17, Lex. 14, Lesbon. ap. eund.Salt.69:—χειρίσοφος is a f.l.

German (Pape)

[Seite 1346] auch χειρίσοφος, geschickt oder gewandt mit den Händen, bes. gut gesticulirend, übh. = χειρονόμος, Pantomimus, Lesbon. bei Luc. de salt. 69.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
habile à gesticuler en cadence.
Étymologie: χείρ, σοφός.

Russian (Dvoretsky)

χειρόσοφος: искусно жестикулирующий Luc.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόσοφος: -ον, ὁ σοφὸς ἢ δεξιὸς τὰς χεῖρας, μάλιστα δὲ ὁ καλῶς χειρονομῶν, ὡς τὸ χειρονόμος, Λεσβῶναξ παρὰ Λουκ. π. Ὀρχ. 69, Ρητόρων Διδάσκ. 17, Λεξιφάν. 14· - οἱ ἀντιγραφεῖς ἔχουσι χειρίσοφος, ὅπερ εἶναι μεταγεν. τύπος εὑρισκόμενος ἐν Εὐστ. Πονηματ. 314. 13, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

και χειρίσοφος, -ον, ΜΑ
επιδέξιος στα χέρια, κυρίως στον χειρισμό μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + σοφός.