συνωριαστής
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
conducteur d'un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] menner van een tweespan.
German (Pape)
ὁ, der auf einem zweispännigen Wagen fährt, Luc. Zeux. 9.
Russian (Dvoretsky)
συνωριαστής: οῦ ὁ συνωρίς синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που οδηγεί συνωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, -ίδος + κατάλ. -ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. συνωριάζω].
Greek Monotonic
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς), αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.
Middle Liddell
συνωριαστής, οῦ, ὁ,
one who drives a συνωρίς, Luc. [from συνωρίζω