ἀνδραγάθημα
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ατος, τό, brave, manly deed, Str.1.2.8, Plu.Sert.10,IG14.951,Jul.Caes.329c, etc.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1hazaña Str.1.2.8, Plu.Sert.10, Polyaen.1.18, IUrb.Rom.1.8, Iul.Caes.329c, PHaun.6.34 (II d.C.).
2 buena acción οὔτε θαρρεῖν ἀναγκαῖον ἐπὶ τῷ πλήθει τῶν ἀνδραγαθημάτων οὔτ' ἀπογινώσκειν ἐπὶ τοῖς ἐπταισμένοις Nil.M.79.168A.
II virtud διὰ τοῦτο καὶ ἄνθρωπος γέγονε Χριστός, ἐξ ἀ. τούτου τυχών Origenes Princ.2.6.4, Παμβὼ εἶχε μὲν ἀνδραγαθήματα ... πλεῖστα Pall.H.Laus.10.1.
German (Pape)
[Seite 216] τό, tapfere That, Plut. Sert. 10 u. Sp. Nach Phrynich. att. für κατόρθωμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
belle action.
Étymologie: ἀνδραγαθέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰγάθημα: ατος τό мужественный и благородный поступок, доблестное дело, подвиг Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρᾰγάθημα: -ατος, τό, γενναία πρᾶξις, Πλουτ. Σερτ. 10, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879. 9. - Ἴδε Φρύν. ἐν λέξει κατόρθωμα.
Greek Monolingual
το (Α ἀνδραγάθημα)
η γενναία πράξη, το κατόρθωμα.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰγάθημα: -ατος, τό, γενναίο κατόρθωμα, σε Πλούτ.