ἀξιοκοινώνητος

From LSJ
Revision as of 17:39, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιοκοινώνητος Medium diacritics: ἀξιοκοινώνητος Low diacritics: αξιοκοινώνητος Capitals: ΑΞΙΟΚΟΙΝΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: axiokoinṓnētos Transliteration B: axiokoinōnētos Transliteration C: aksiokoinonitos Beta Code: a)ciokoinw/nhtos

English (LSJ)

ον, worthy of our society, Pl.R.371e; worthy to share in, τοῦ συλλόγου Lg.961a.

Spanish (DGE)

-ον
1 digno de la comunidad, ἄλλοι διάκονοι Pl.R.371e.
2 digno de participar en τοῦ συλλόγου Pl.Lg.961a.

German (Pape)

[Seite 269] des Umgangs werth; werth, zur Theilnahme zugelassen zu werden, Plat. Re P. II, 371 e Legg. XII, 961 a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'être fréquenté.
Étymologie: ἄξιος, κοινωνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιοκοινώνητος:
1 достойный общения (διάκονοι Plat.);
2 достойный участвовать (τοῦ ξυλλόγου Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιοκοινώνητος: -ον, ὁ ἄξιος τῆς κοινωνίας, τινὸς Πλάτ. Πολ. 371Ε, Νόμ. 961Α.

Greek Monolingual

ἀξιοκοινώνητος, -ον (Α)
όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀξιοκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), άξιος της παρέας κάποιου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

κοινωνέω
worthy of one's society, Plat.