ἐρυσάρματες

From LSJ
Revision as of 17:45, 9 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(οἱ)" to "(οἱ)")

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠσάρμᾰτες Medium diacritics: ἐρυσάρματες Low diacritics: ερυσάρματες Capitals: ΕΡΥΣΑΡΜΑΤΕΣ
Transliteration A: erysármates Transliteration B: erysarmates Transliteration C: erysarmates Beta Code: e)rusa/rmates

English (LSJ)

acc. -ᾰτας, nom. and acc. pl., with no sg. in use, chariot-drawing, ἵπποι Il.15.354, 16.370, Hes.Sc.369.

French (Bailly abrégé)

(οἱ) :
qui traînent un char.
Étymologie: ἐρύω, ἅρμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐρῠσάρμᾰτες: acc. ας adj. pl. влекущие колесницу, т. е. упряжные (ἵπποι Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυσάρμᾰτες: αἰτ. -ᾰτας. ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἄνευ ἑνικ. ἐν χρήσει, οἱ τὰ ἅρματα σύροντες, ἐρυσάρματες ἵπποι, ἐρυσάρματας ἵππους Ἰλ. Ο. 354, Π. 370, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 369. Πρβλ. Λοβεκκ. Παραλ. 179.

Greek Monolingual

ἐρυσάρματες, οἱ (Α)
αυτοί που σύρουν το άρμαἐρυσάρματες ἵπποι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (I) (πρβλ. ερύαω, είρυσα) + άρμα, -ατός].

Greek Monotonic

ἐρῠσάρμᾰτες: αιτ. -ᾰτας, (ἐρύω, ἅρμα), χωρίς ενικ. σε χρήση, αυτοί που σύρουν το άρμα, λέγεται για άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐρύω, ἅρμα [no sg. in use,]
chariot-drawing, of horses, Il.