ὁμόκλαρος

From LSJ
Revision as of 21:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκλᾱρος Medium diacritics: ὁμόκλαρος Low diacritics: ομόκλαρος Capitals: ΟΜΟΚΛΑΡΟΣ
Transliteration A: homóklaros Transliteration B: homoklaros Transliteration C: omoklaros Beta Code: o(mo/klaros

English (LSJ)

Dor. for ὁμόκληρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ὁμός, κλῆρος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόκλᾱρος: дор. = *ὁμόκληρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκλᾱρος: Δωρ. ἀντὶ ὁμόκληρος.

English (Slater)

ὁμόκλᾱρος sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)

Greek Monolingual

ὁμόκλαρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος.

Greek Monotonic

ὁμόκλᾱρος: Δωρ. αντί ὁμόκληρος.