ἡμίλευκος
From LSJ
λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us
English (LSJ)
ον, half-white, Luc.Prom.Es4.
German (Pape)
[Seite 1168] halbweiß, Luc. Prom. 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]à moitié blanc.
Étymologie: ἡμι-, λευκός.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίλευκος: (ῐ) наполовину белый (ἄνθροπος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίλευκος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λευκός, Λουκ. Προμ. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίλευκος, -ον)
αυτός που δεν είναι εντελώς λευκός, σχεδόν λευκός, υπόλευκος.
Greek Monotonic
ἡμίλευκος: -ον, λευκός κατά το ήμισυ, σε Λουκ.