ῥαδαλός

From LSJ
Revision as of 16:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰδᾰλός Medium diacritics: ῥαδαλός Low diacritics: ραδαλός Capitals: ΡΑΔΑΛΟΣ
Transliteration A: rhadalós Transliteration B: rhadalos Transliteration C: radalos Beta Code: r(adalo/s

English (LSJ)

ή, όν, v. ῥοδανός. ῥαδαμεῖ· βλαστάνει, Hsch. ῥάδαμνος, v. ὀρόδαμνος. ῥᾰδαμνώδης, ες, like a young shoot, Sch.Nic. Th.543. ῥαδανᾶται· πλανᾶται, Hsch. ῥαδάνη· κρόκη, ὁμοίως ῥοδάνη, Id. ῥᾰδᾰνίζω, v. ῥοδάνη. ῥᾰδᾰνός, v. ῥοδανός. ῥαδανῶροι· οἱ τῶν λαχάνων κηπουροί, Ταραντῖνοι, Id. ῥαδές· τὸ ἀμφοτέρως ἐγκεκλιμένον, Id.

German (Pape)

[Seite 830] las Zenodot. Il. 18, 576 für ῥοδανόν, = εὐκράδαντος, leicht beweglich. S. ῥαδινός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
]facile à mouvoir.
Étymologie: ῥᾴδιος.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰδᾰλός: Hom. v.l. = ῥοδανός.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰδᾰλός: -ή, -όν, ἴδε ῥοδανός, «ῥαδαλόν· ἁπαλόν, εὐδιάσειστον» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

see ῥοδανός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.