ὑπουδαῖος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
a (Ion. η), ον, (οὖδας) subterranean, Plu.2.266e, Opp. H.3.487.
German (Pape)
[Seite 1237] unter dem Erdboden, unterirdisch; Opp. Hal. 3, 487; Plut. qu. Rom. 11.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
]souterrain.
Étymologie: ὑπό, οὖδας.
Russian (Dvoretsky)
ὑπουδαῖος: подземный (ὑ. καὶ χθόνιος θεός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπουδαῖος: α, (Ἰων. η), ον, (οὖδας) ὑποχθόνιος, τὸν δὲ Κρόνον ἡγοῦνται θεὸν ὑπουδαῖον Πλούτ. 2. 266Ε· τήν ποτε κούρην φησὶν ὑπουδαῖον ἔμμεναι Ὀππ. Ἁλ. 3. 487.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
κάτω από το χώμα, υποχθόνιος («τὸν δὲ Κρόνον ἡγοῦνται θεὸν ὑπουδαῖον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + οὐδαῖος «υπόγειος, υποχθόνιος» (< οὖδας «έδαφος»), πρβλ. κατουδαῖος].