δημοσιώνης

From LSJ
Revision as of 12:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημοσιώνης Medium diacritics: δημοσιώνης Low diacritics: δημοσιώνης Capitals: ΔΗΜΟΣΙΩΝΗΣ
Transliteration A: dēmosiṓnēs Transliteration B: dēmosiōnēs Transliteration C: dimosionis Beta Code: dhmosiw/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, farmer of the revenue, Str.12.3.40, D.S.34.38,al., OGI629.25 (Palmyra), IG7.413 (Oropus), POxy.44.8 (i A. D.), etc.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ trad. de lat. publicanus, publicano, recaudador gener. privado de impuestos públicos mediante arriendo, D.S.34.38, Str.4.6.7, 12.3.40, Memn.27.6, IG 12.Suppl.261.1 (Andros I a.C.), IPr.111.118 (I a.C.), SEG 27.1159 (Cirenaica I d.C.), IPhrygie 1.13.2 (II d.C.?), OGI 629.25 (Palmira II d.C.), SEG 35.1439.14 (Mira II d.C.), ὁ δ. ὁ τὴν τελωνείαν μισθωσάμενος SEG 39.1180.110 (Éfeso I d.C.), περὶ χώρας ἥτις ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστὶν δημοσιώ[ναις πρὸς] Περγαμηνούς ISmyrna 589.22 (II a.C.), cf. IG 7.413.5 (Oropo I a.C.), τῶν πολέω[ν ... θλιβομένων] ὑπὸ τῶν δημοσιωνῶν IAphrodisias 1.5.2 (I a.C.), τῶν τὸ ἐγκύκλιον ἀσχολουμένων καὶ τὸ ἀγορανόμιον δημοσιωνῶν POxy.44.8 (I d.C.), δ. ξενικῆς πρακτορίας SB 7379.8 (II d.C.), δ. τέλους καταλοχισμῶν Ἀρσι(νοίτου) PTeb.357.2 (II d.C.), cf. PMich.364.1, SB 12642.1 (ambos II d.C.).

German (Pape)

[Seite 564] ὁ, Pächter der Staatszölle, publicanus, Strab. 4, 6, 7; D. Sic.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui prend à ferme les revenus de l'État, publicain.
Étymologie: δημόσιος, ὠνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

δημοσιώνης: ου ὁ откупщик государственных доходов Diod.

Greek (Liddell-Scott)

δημοσιώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς τῶν δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, Στράβ. 205· ἐντεῦθεν δημοσιωνία, ἡ, ἡ ἐνοικίασις τῶν προσόδων, Μέμν. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 232, 233· καὶ δημοσιώνιον, τό, τὸ γραφεῖονκατάστημα τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν προσόδων, Πλούτ. 2. 820C.

Greek Monolingual

δημοσιώνης, ο (Α)
(κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) ο ενοικιαστής τών δημόσιων προσόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημόσιος + ωνούμαι «αγοράζω»].

Greek Monotonic

δημοσιώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), ενοικιαστής δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὠνέομαι
a farmer of the revenue, Lat. publicanus, Strab.