θυοδόκος

Revision as of 13:31, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, (θύος) receiving incense, full thereof, of the Delphic temple, E.Ion511, 1549; ἀνακτόρων Id.Andr.1157, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1226] Rauchwerk, Weihrauch empfangend; δόμοι, οἶκοι, vom Tempel in Delphi, Eur. Ion 510. 1549; ἀνάκτορα Andr. 1159.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit les parfums, où l'on sert les parfums.
Étymologie: θύος, δέκομαι.

Russian (Dvoretsky)

θυοδόκος: принимающий священные курения, т. е. полный благовонных курений (δόμοι, οἶκοι, ἀνάκτορον Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θυοδόκος: -ον, (θύος) δεχόμενος θυμίαμα, πλήρης θυμιάματος, εὐώδης, ἐπὶ τοῦ Δελφικοῦ ναοῦ, Εὐρ. Ἴωνι 511, 1549· ἀνακτόρων ὁ αὐτ., ἐν Ἀνδρ. 1146· πρβλ. Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θυοδόκος, -ον (Α)
(για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθο-δόκος, οινο-δόκος).

Middle Liddell

θυο-δόκος, ον θύος, δέχομαι
receiving incense, full thereof, odorous, Eur.

English (Woodhouse)

reeking with incense