κλυτόπωλος
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
ον, with noble steeds, Il. always epithet of Hades, 5.654, 11.445, 16.625; later κ. λόχος, of the heroes in the wooden horse, Tryph.92.
German (Pape)
[Seite 1457] durch Rosse berühmt, durch die Kunst, sie zu lenken; Aidoneus, Il. 5, 654. 11, 445. 16, 625; die Landschaft Dardania, Hom. frg. 38.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux coursiers renommés, aux nobles coursiers.
Étymologie: κλυτός, πῶλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλυτόπωλος -ον [κλυτός, πῶλος] met beroemde paarden.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτόπωλος: славящийся своими конями (Ἀϊδωνεύς, Δαρδανίη Hom.).
English (Autenrieth)
with famous steeds, epithet of Hades, Il. 5.654 ff. Probably said with reference to the rape of Proserpine. (Il.)
English (Slater)
κλῠτόπωλος renowned for his horses κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.
Spanish
Greek Monolingual
κλυτόπωλος, -ον (Α)
περίφημος για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ' Ἄιδι κλυτοπώλῳ», Ομ. Ιλ.
β. «κλυτόπωλος λόχος» — οι ήρωες του Δούρειου ίππου, Τρύφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + πῶλος (πρβλ. ενδοξό-πωλος, λευκό-πωλος)].
Greek Monotonic
κλῠτόπωλος: -ον, με αριστοκρατικά άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτόπωλος: -ον, ἔχων περιφήμους πώλους ἢ ἵππους, Ἰλ., ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, Ε. 654., Λ. 445., Π. 625· ἐπὶ τῆς χώρας Δαρδανίας, Ὁμ. Ἀποσπ. 38.
Middle Liddell
κλῠτό-πωλος, ον
with noble steeds, Il.
Léxico de magia
-ον que posee nobles corceles de Helios χαῖρε, πυρὸς ταμία, ... Ἠέλιε κλυτόπωλε te saludo, administrador del fuego, Helios de nobles corceles P II 88