λευκώλενος

From LSJ
Revision as of 13:53, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκώλενος Medium diacritics: λευκώλενος Low diacritics: λευκώλενος Capitals: ΛΕΥΚΩΛΕΝΟΣ
Transliteration A: leukṓlenos Transliteration B: leukōlenos Transliteration C: lefkolenos Beta Code: leukw/lenos

English (LSJ)

ον, white-armed, epithet of Hera, Il.1.55, 195, etc.; of Persephone, etc., Hes.Th.913, Pi.P.3.98, etc.; of female slaves, Od.6.239, 18.198, 19.60; λ. λίνον, perhaps with a play on λευκόλινον, of a useless woman, Diogenian.6.22.

German (Pape)

[Seite 35] mit weißen Ellnbogen, weißarmig, gew. Beiwort der Hera, Hom. u. Hes.; auch Helena u. A., sogar Sklavinnen; Thyone, Pind. P. 3, 98; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux coudes blancs, aux bras blancs.
Étymologie: λευκός, ὠλένη.

Russian (Dvoretsky)

λευκώλενος: с белыми локтями, белорукий (Ἣρη, Ἀνδρομάχη, ἀμφίπολοι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκώλενος: -ον, ἔχων λευκοὺς τοὺς βραχίονας, ἐπίθετον τῆς Ἥρας, Ἰλ. Α. 55, 195, κτλ.· ἐπὶ τῆς Περσεφόνης, Ἑλένης, Ἀνδρομάχης, Ἀρήτης, Ὅμ., πρβλ. Ἡσ. Θ. 913, Πινδ. Π. 3. 176. κλ.· ἐπὶ ἀμφιπόλων, Ὀδ. Ζ. 239, Σ. 198, Τ. 60· λ. λίνον, ἴσως ὡς λογοπαίγνιον ἐπὶ τοῦ λευκόλινον, ἐπὶ ἀχρήστου γυναικός, Παροιμιογρ.

English (Autenrieth)

(ὠλένη, elbow, forearm): white-armed; epithet of goddesses and women according to the metrical convenience of their names; ἀμφίπολος, δμωαί, ς 1, Od. 19.60.

English (Slater)

λευκώλενος, -ον white armed λευκωλένῳ Θυώνᾳ (P. 3.98) λευκωλένου Ἁρμονίας fr. 29. 6. λευκωλένῳ Ἥρᾳ (Pae. 6.87)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λευκώλενος, -ον)
αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («ἣ τέκε Περσεφόνην λευκώλενον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + ὠλένη (πρβλ. γλαυκ-ώλενος)].

Greek Monotonic

λευκώλενος: -ον (ὠλένη), αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

λευκ-ώλενος, ον ὠλένη
white-armed, Hom., Hes.