οὐραχός

From LSJ
Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰχός Medium diacritics: οὐραχός Low diacritics: ουραχός Capitals: ΟΥΡΑΧΟΣ
Transliteration A: ourachós Transliteration B: ourachos Transliteration C: ourachos Beta Code: ou)raxo/s

English (LSJ)

ὁ, A urachus, a foetal organ connected with the bladder, Gal.UP15.5, Id.4.657, 2.907, Sor.1.57,80. II apex of the heart, Hp.Cord.4, cf. Aret.SA1.8. III pl., οὐ. τῶν ὀφρύων outer ends of the eyebrows, PMed. in Arch.Pap.4.271 (iii A. D.). IV τοὺς καλουμένους οὐ. τῶν καρπίμων stems or stalks, Ael.NA6.43, cf. Dsc.4.177. V point of a drill or borer, Apollod.Poliorc.148.8.

German (Pape)

[Seite 418] ὁ, der Urinleiter im Nabel des ungebornen Kindes, Hippocr. S. auch οὐρακός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
extrémité pointue, pointe.
Étymologie: DELG cf. οὐρά.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰχός: ὁ, (οὖρον) ὁ τῶν οὔρων ἀγωγὸς ἐμβρύου, Ἱππ. 54· 21, Γαλην. ΙΙ. = οὐρίαχος, ὁ αὐτ. 269. 5, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 8· τοὺς καλουμένους οὐραχοὺς τῶν καρπίμων Αἰλ. π. Ζ. 6. 43, πρβλ. Διοσκ. 4. 179. ΙΙΙ. ἡ αἰχμὴ τρυπάνου, Ἀπολλοδ. Ἀρχ. 18.

Greek Monolingual

ο (Α οὐραχός)
νεοελλ.
ανατ. το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό τμήμα του αλαντοειδούς πόρου στο έμβρυο, το οποίο πριν από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε μέσο ομφαλοκυστικό σύνδεσμο
αρχ.
1. ο αγωγός τών ούρων στο έμβρυο
2. το κορυφαίο άκρο της καρδιάς
3. κορμός, στέλεχος φυτού
4. αιχμή τρυπάνου
5. φρ. «οὐραχοὶ τῶν ὀφρύων» — τα εξωτερικά άκρα τών φρυδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐρά + επίθημα -χος (πρβλ. στόμα-χος)].