φαληριάω

From LSJ
Revision as of 16:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰληριάω Medium diacritics: φαληριάω Low diacritics: φαληριάω Capitals: ΦΑΛΗΡΙΑΩ
Transliteration A: phalēriáō Transliteration B: phalēriaō Transliteration C: faliriao Beta Code: falhria/w

English (LSJ)

to be patched with white, κύματα φαληριόωντα waves crested with white foam, Il.13.799; φαληριῶσαν σπίλον white with breakers, Lyc.188: φ. στόρθυγξ white with foam, Id.491; λίθον λευκὰ φαληριόωντα App.Anth.3.79 (Posidipp.).

German (Pape)

[Seite 1253] weiß sein, sich weiß färben; Hom. κύματα φαληριόωντα, die weiß aufschäumenden, mit weißem Schaum verbrämten Wogen, Il. 13, 799; nachgeahmt von Lycophr. 188. 492.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. prés. épq. pl. neutre φαληριόωντα;
être blanc d'écume.
Étymologie: φαληρός.

Russian (Dvoretsky)

φᾰληριάω: покрываться белой пеной, только в выраж.: κύματα φαληριόωντα Hom. пенящиеся волны.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰληριάω: εἶμαι λευκὸς (πρβλ. φάλαρος)· κύματα κυρτὰ φαληριόωντα, «λευκανθίζοντα τῷ ἀφρῷ» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 799· «φαληριῶσαν οἰκήσει σπίλον, τὴν λευκαινομένην ἐκ τοῦ ἀφροῦ τῶν κυμάτων» (Σχόλ.), Λυκόφρων 188· μετὰ λευκοῦ ἀφροῦ, ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ, «λευκῷ ὅλος λευκαινόμενος ἀφρῷ» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. 491· ― πρβλ. ὡσαύτως φάλος (ὁ), τετραφάληρος.

English (Autenrieth)

only part., φαληριόωντα, brightly shining, gleaming, Il. 13.799†.

Greek Monotonic

φᾰληριάω: (φάλᾱρος), έχω λευκές κηλίδες, κύματα φαληριόωντα, κύματα στολισμένα με λευκό αφρό, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

φᾰληριάω, [φάλᾱρος]
to be patched with white, κύματα φαληριόωντα waves crested with white foam, Il.