τριχοῦ
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
Adv. in three places, Hdt.7.36 (dub.l.), Choerob. in Theod. 1.388H.
French (Bailly abrégé)
adv.
en trois endroits.
Étymologie: cf. τρίχα¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχοῦ [τρίχα] adv., op drie plaatsen.
German (Pape)
adv., an drei Orten, Stellen, Her. 7.36.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχοῦ: adv. в трех местах Her.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε τρεις τόπους ή σε τρεις θέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. τετρ-αχ-οῦ)].
Greek Monotonic
τρῐχοῦ: (τρίχα), επίρρ., σε τρία μέρη, σε τρεις τόπους, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχοῦ: Ἐπίρρ. εἰς τρία μέρη, εἰς τρεῖς τόπους, διέκπλοον κατέλιπον τριχοῦ Ἡρόδ. 7. 36.