παντοβίης

From LSJ
Revision as of 13:59, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοβίης Medium diacritics: παντοβίης Low diacritics: παντοβίης Capitals: ΠΑΝΤΟΒΙΗΣ
Transliteration A: pantobíēs Transliteration B: pantobiēs Transliteration C: pantoviis Beta Code: pantobi/hs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, all-overpowering, Ἀχέρων AP7.732 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 463] ὁ, der Allesbewältiger, Ἀχέρων, Theodorid. 10 (VII, 732).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui dompte tout par la force.
Étymologie: πᾶν, βία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντοβίης -ου [πᾶς, βία] allen met geweld overwinnend.

Russian (Dvoretsky)

παντοβίης: ου adj. m все одолевающий, всепобеждающий (Ἀχέρων Anth.).

Greek Monolingual

ό, Α
αυτός που καταβάλλει τους πάντες, που νικά τους πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βίης (< βία), πρβλ. δεινο-βίης].

Greek Monotonic

παντοβίης: -ου, ὁ (βιάω), αυτός που καταβάλλει, νικά όλους τους άλλους, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

παντοβίης: -ου, ὁ, ὁ τοὺς πάντας καταβάλλων, κατανικῶν, Ἀχέρων Ἀνθ. Π. 7. 732.

Middle Liddell

παντο-βίης, ου, ὁ, βιάω
all-overpowering, Anth.